Sunday, January 18, 2009

Απολείπειν ο θεός Αντώνιον / The god forsakes Antony*

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1911)


The god forsakes Antony*

When suddenly, at the midnight hour,
an invisible troupe is heard passing
with exquisite music, with shouts --
your fortune that fails you now, your works
that have failed, the plans of your life
that have all turned out to be illusions, do not mourn in vain.
As if long prepared, as if courageous,
bid her farewell, the Alexandria that is leaving.
Above all do not be fooled, do not tell yourself
it was a dream, that your ears deceived you;
do not stoop to such vain hopes.
As if long prepared, as if courageous,
as it becomes you who have been worthy of such a city,
approach the window with firm step,
and with emotion, but not
with the entreaties and complaints of the coward,
as a last enjoyment listen to the sounds,
the exquisite instruments of the mystical troupe,
and bid her farewell, the Alexandria you are losing.

Constantine P. Cavafy (1911)

*The poem refers to Plutarch's story that, when Antony was besieged in Alexandria by Octavian, he heard the sounds of instruments and voices, which made its way through the city, and then passed out; the god Bacchus (Dionysus), Antony's protector, was deserting him.
Ο δεμένος ώμος


Είπε που χτύπησε σε τοίχον ή που έπεσε.
Μα πιθανόν η αιτία να 'ταν άλλη
του πληγωμένου και δεμένου ώμου.

Με μια κομμάτι βίαιη κίνησιν,
απ' ένα ράφι για να κατεβάσει κάτι
φωτογραφίες που ήθελε να δει από κοντά,
λύθηκεν ο επίδεσμος κ' έτρεξε λίγο αίμα.

Ξανάδεσα τον ώμο, και στο δέσιμο
αργούσα κάπως· γιατί δεν πονούσε,
και μ' άρεζε να βλέπω το αίμα. Πράγμα
του έρωτός μου το αίμα εκείνο ήταν.

Σαν έφυγε ηύρα στην καρέγλα εμπρός,
ένα κουρέλι ματωμένο, απ' τα πανιά,
κουρέλι που έμοιαζε για τα σκουπίδια κατ' ευθείαν·
και που στα χείλη μου το πήρα εγώ,
και που το φύλαξα ώρα πολλή --
το αίμα του έρωτος στα χείλη μου επάνω.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1919)


The bandaged shoulder

He said that he had hurt himself on a wall or that he had fallen.
But there was probably another reason
for the wounded and bandaged shoulder.

With a somewhat abrupt movement,
to bring down from a shelf some
photographs that he wanted to see closely,
the bandage was untied and a little blood ran.

I bandaged the shoulder again, and while bandaging it
I was somewhat slow; because it did not hurt,
and I liked to look at the blood. That
blood was a part of my love.

When he had left, I found in front of the chair,
a bloody rag, from the bandages,
a rag that looked in belonged in garbage;
which I brought up to my lips,
and which I held there for a long time --
the blood of love on my lips.

Constantine P. Cavafy (1919)